Ο Οσκαρ Ουάιλντ έχει σήμερα τη δική του τιμητική πύλη πίσω από τις φυλακές του Ρέντινγκ |
Δεκέμβρης του 1903 (Κ.Π. Καβάφης)
Ένα από τα ανέκδοτα ποιήματα του Καβάφη. Χωρίς λόγια.
« Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω -
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι’αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.»
24 Σεπτέμβρη 1945 (Ναζίμ Χικμέτ)
Πρόκειται για ένα από τα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ. Τα ποιήματα των 9- 10μμ, γραμμένα από τις φυλακές της Προύσας, το 1945. Ο ίδιος γράφει στην γυναίκα του μέσα από τις φυλακές.
« Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις έχουμε ακόμα ζήσει.
Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’όλα…
Δεν στο ‘χω πει ακόμα…»
Tal vez no ser es ser (Pablo Neruda)
Το «Tal vez no ser es ser» ανήκει στην ποιητική συλλογή «Todo el amor», που ανθολόγησε ο Νερούδα από διάφορα έργα του. « y desde entonces soy porque tu eres… »
«Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»
Ερωτικό (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1888 και αυτοκτόνησε το 1944 με περίστροφο μέσα στο σπίτι του, αφού πρώτα είχε εμπιστευτεί την απόφασή του αυτή στους πιο στενούς του φίλους.
« Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι, το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει, στην καρδιά , το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί , που μου το τάξανε πολλοί,
Κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,
Και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε πάλι, ταίρι,
Αυτό τ’ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
Σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!»
Μιλώ (Γιώργος Σαραντάρης)
Ο Γιώργος Σαραντάρης άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη ποιημάτων, ανεξερεύνητων και απλησίαστων από τους πολλούς , παρόλο που η παραμονή του στη ζωή υπήρξε μικρή. Σχεδόν ειρωνικό φαίνεται το γεγονός , ότι δηλαδή τα χρόνια που έζησε σχεδόν ταυτίζονται με το επίθετό του. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908 και πέθανε στον πόλεμο με την Αλβανία το 1941.
« Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει
μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
όπου τα μάτια σου δεν μιλούν.
Τα μάτια σου μιλούν εγώ χορεύω.
Λίγη δροσιά μιλούν κ’εγώ χορεύω.
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου.
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει »
Επέστρεφε (Κ.Π. Καβάφης)
Ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα του Καβάφη.
« Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με -
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…»
Από το «Ιδιώνυμο» (Κατερίνα Γώγου)
Το συγκεκριμένο ποίημα ίσως σε πολλούς να μην φανεί ερωτικό. Και ίσως να μην είναι αμιγώς. Αναδύει όμως μια τόσο βαθιά ανάγκη , μια έκλυση για πραγματική τρυφερότητα, που δεν θα μπορούσε να μην συμπεριληφθεί σε αυτή την διαλογή.
Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές - αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα -
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.»
Της Αδικοθανατισμένης (Δημοτικό Τραγούδι)
Το δημοτικό αυτό ποίημα μπορεί κανείς να το βρει στις «παραλογές» των εκδόσεων ΕΣΤΙΑ σε επιμέλεια του Γιώργου Ιωάννου. Ο ίδιος αναφέρει : Σε άλλες παραλλαγές το τραγούδι τελειώνει με την αυτοκτονία του νέου, μόλις βλέπει την κηδεία της άτυχης κόρης. Στο τραγούδι επικρατεί ακριτική οικογενειακή και κοινωνική συγκρότηση, καθώς και φρόνημα και νοοτροπία. Ο S. Baud-Bouy εκφράζει την γνώμη, πως το τραγούδι είναι παλιό, ίσως του 14ου ή του 15ου αιώνα και πως δεν έχει φραγκική επίδραση. Ο Γ. Κ Σπυριδάκης το θεωρεί ασφαλώς παλαιότερον του 17ου αιώνος προερχόμενον πιθανώς εκ των βυζαντινών χρόνων
« Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα,
να πλέξει ζόγια με τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Βγαν’απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι,
Εις την ποδιάν τση το πετά κι εις τα βυζιά τση δίδει.
Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι,
-Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Αφησ’εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω,
Απού ‘χεις δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους!
Ολημερίς τη μάλωνε κι αργα τη μηνυτεύγει
Και εις τσι δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους.
Δέρνουν την δώδεκ’αδερφοί κι οι δεκαοχτώ ξαδέρφοι,
Δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του.
Ούλοι μπλιο την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα,
Τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε
Κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει.
Κι η μάναν τση τήνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη:
-Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα καταπράσινα, που τα ‘φερεν ο Γιάννης;
-Δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια,
δεν θέλω καταπράσινα κι ας τα’φερε κι ο Γιάννης
θέλω τα ματωμένα μου , να κατεβώ στον Άδη,
να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα,
πως μ’αδικοθανάτισαν για’να ζευγάρι ρόδα.»
Το Μονόγραμμα (Οδυσσέας Ελύτης)
Ο Ελύτης των «Προσανατολισμών», του « Άξιον Εστί», των παράφορων νεολογισμών της Ελληνικής, ο Ελύτης του Νόμπελ και ο Ελύτης προς το τέλος…Με την «Ιδιωτική οδό» , γραμμένη σε λόγο πεζό παρέα με υδατογραφίες. Ό,τι αγαπάω είναι και η μοναξιά μου . Δεν σιμώνει κανένας. Ποιόν Ελύτη προτιμάμε; Ο καθένας διαλέγει αυτό που του ταιριάζει , αν του ταιριάζει κάτι. Σε αυτό το σημείο θα παραθέσουμε ένα μικρό κομμάτι από το « Μονόγραμμα». Ένα ολόκληρο βιβλίο, μα στην ουσία ένα μονάχα ποίημα απόλυτου ερωτικού λόγου, γραμμένο από έναν «άλλο» Ελύτη , που αγαπάμε…
« … Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
………………………………………………………..
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα , μ’ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμαι εγώ, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, μ’ακούς
…………………………………………………………
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς
Σ’άλλη γη, σ’άλλο αστέρι, μ’ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’εγώ που φωνάζω κι ειμ’εγώ που κλαίω. Μ’ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ακούς.»
Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ (Όσκαρ Ουάιλντ)
Ένα βιβλιοπωλείο στην οδό Βαλτετσίου. Απέναντι το Ριβιέρα. Πιο κει το σχολείο στα Εξάρχεια στην οδό Πρασσά. Ελεύθερος τύπος. Έτσι ονομαζόταν. Έτσι ονομάζεται ακόμα. Κι ίσως να είναι και ο μόνος τύπος που είναι ελεύθερος τελικά. Αν διαβάσει κανείς την μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ σε μετάφραση, ας είναι από αυτές τις εκδόσεις. Εδώ θα παραθέσουμε λίγα μόνο κομμάτια από αυτό το ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ, που το έγραψε μέσα από την φυλακή. Ο Α. Β Αλεξίου (εκδόσεις ελεύθερος τύπος) αναφέρει χαρακτηριστικά Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ είναι μια σπαρακτική κραυγή ενάντια στην απάνθρωπη μεταχείριση Ανθρώπου από Άνθρωπο. Η νόμιμη βία της θηλειάς του δημίου , η άρνηση στους καταδικασμένους οτιδήποτε άλλου έξω από το θάνατο, η φρίκη και ο τρόμος όταν εκτελείται η έσχατη ανομολόγητη πράξη. .
Τι θέση έχει τότε ένα τέτοιο ποίημα σε μια συλλογή από ερωτικά ποιήματα; Κι όμως. Ο Ουάιλντ , πέρα από όλες τις προφάσεις και τις νόμιμες διαδικασίες των δικαστηρίων, καταδικάστηκε για τον Έρωτά του. Δεν μπορεί λοιπόν αυτό το ποίημα να ναι παρά ένα ακόμα ποίημά του για τον Έρωτα, το μεγαλύτερο από όλα. Δεν το έγραψε σε μια στιγμή έμπνευσης, προς τέρψη του κοινού, αλλά σε μια στιγμή τεράστιου πόνου. Ο ίδιος είχε πει στον Andre Gide κάποτε Θέλετε να μάθετε το μεγάλο δράμα της ζωής μου;- Είναι ότι έβαλα όλη τη μεγαλοφυΐα στη ζωή μου , δεν έβαλα παρά το τάλαντό μου μες στα έργα μου.. H μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ και το de profundis φαίνεται να τον διαψεύδουν. Και να φανταστεί κανείς πως και τα δύο γράφτηκαν σε μια περίοδο μεγάλης καταπόνησης του ποιητή. Σωματικής και ψυχικής.
Ένα ποίημα για τον Έρωτα. Όχι αυτόν που βλέπουμε στις ταινίες. Δεν έχει τίποτα από happy end, έχει σκοτεινιά και θλίψη. Έχει ακόμα ελπίδα και μεγαλείο. Ο Έρωτας για έναν άνθρωπο, για τη ζωή, ακόμα και για τον ουρανό που μπορεί να βλέπει κανείς λίγα λεπτά μόνο κάθε μέρα σε μια βόλτα στην αυλή της φυλακής. Στην αυλή του σπιτιού, πίσω από το παράθυρο μιας πολυκατοικίας, πίσω από τη δική μας, προσωπική φυλακή.
« Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
και πρέπει αυτό απ’όλους ν’ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ’ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.
Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους
Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.
Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε
Κι άλλοι με Πλούτου χέρι
Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,
Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.
Άλλοι για λίγο ερωτεύονται κι άλλοι για πολύ.
Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.
Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε
Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν
Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν.
…………………………………………………………………………………………..
Μαύρα μεσάνυχτα πάντα είχαμε μες στην καρδιά μας,
Και στο κελί μας μέσα αυγή,
Και τον τροχό γυρίζαμε και ξεφτίζαμε το σχοινί,
Ο καθείς στην Κόλασή του μέσα την ατομική.
Μα είναι πολύ πιο τρομερή η σιωπή
Από καμπάνας μπρούτζινης αντήχηση βροντερή.
…………………………………………………………………………………………..
Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’αγναντεύει,
Με λαχτάρα τόση στη ματιά,
Αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό,
Την οθόνη εκεί ψηλά τη θαλασσιά,
Και κάθε συννεφάκι που αρμενίζει
Όμοιο με πλεούμενο με ασημί πανιά.
…………………………………………………………………………………………
Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι
Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί,
Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε,
Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί,
Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει,
Χρόνος δίχως τέλος και αρχή.
…………………………………………………………………………………………..
Yet each man kills the thing he loves
By each let this be heard
Some do it with a bitter look
Some with a flattering word
The coward does with a kiss
The brave man with a sword»
Mck (Δεύτερη επανεπιμέλεια),
Αθήνα, 14 Φεβρουαρίου 2014 (Saint Valentine's Commercial Day).
Comments
Post a Comment